- νυστακτής
- νυστακτήςdrowsymasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νυστακτής — νυστακτής, ὁ (Α) [νυστάζω] (για τον ύπνο) αυτός που αναγκάζει κάποιον να κλίνει το κεφάλι προς τα κάτω … Dictionary of Greek
νυστακτικώς — (Α νυστακτικῶς) [νυστακτής] επίρρ. με νυσταλέο τρόπο … Dictionary of Greek